ιπνών

ιπνών
ἰπνών, -ῶνος, ὁ (Α) [ιπνός]
επιγρ.
1. σωρός κοπριάς
2. ο χώρος για τον κλίβανο, το μαγειρείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰπνῶν — ἴπνη woodpecker fem gen pl ἰπνός oven masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴπνων — ἴπνον mare s tail neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπνιών — ἰπνιών, ῶνος, ὁ (Α) [ιπνός] κρητ. τ. αντί ιπνών.* …   Dictionary of Greek

  • ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”